- επιόψομαι
- ἐπιόψομαι (Α)ποιητ. τ. μέλλ. αντί ἐπόψομαι (ή επικ. αόρ. υποτ. τού αορ. α’ ἐπιωψάμην)1. θα εκλέξω («τοὺς ἂν ἐγὼν ἐπιόψομαι», Ομ. Ιλ.)2. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπιόψονταιπροχειρίσονταιπροΐδωσινἐπιλέξωνται».[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ΙΕ ρίζα *οp- «εκλέγω, προτιμώ» + κατάλ. -σομαι τού μέλλ.].
Dictionary of Greek. 2013.